- προμηθευτής
- οθηλ. -εύτρια αυτός που προμηθεύει, που εφοδιάζει κάποιον: Για τα κοινωφελή ιδρύματα υπάρχουν προμηθευτές των διάφορων ειδών.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
προμηθευτής — ο, θηλ. προμηθεύτρια και προμηθεύτρα, Ν 1. αυτός που προμηθεύει, που εφοδιάζει κάποιον με κάτι («προμηθευτής τής βασιλικής αυλής» τιμητικός τίτλος που απονεμόταν στους καταστηματάρχες από τους οποίους λάμβαναν προμήθειες οι υπηρεσίες τών… … Dictionary of Greek
ντήλερ — ο, η άκλ. άτομο που έχει ως επάγγελμα να αγοράζει σε μεγάλες ποσότητες διάφορα προϊόντα και να τά πουλάει αφού προηγουμένως τά παρουσιάσει σε σπίτια, μεταπωλητής, προμηθευτής. [ΕΤΥΜΟΛ. < αγγλ. dealer «προμηθευτής» < deal «διαπραγματεύομαι,… … Dictionary of Greek
Busianis — Jorgos Busianis, eigentlich Georgios Bouzianis Γιώργος Μπουζιάνηςς, (* 1883 oder 1885; † 1959) war ein griechischer Maler des Expressionismus. Inhaltsverzeichnis 1 Leben 2 Werke 3 Ausstellungen 4 Literatur … Deutsch Wikipedia
Jorgos Busianis — Jorgos (George) Busianis (Γιώργος Μπουζιάνης, * 1883 oder 1885 in Athen; † Oktober 1959 ebenda; eigentlich Georgios Bouzianis) war ein griechischer Maler des Expressionismus. Inhaltsverzeichnis 1 Leben 2 Werke 3 Ausstellungen … Deutsch Wikipedia
Κομεκόν — (COMECON, COuncil for Mutual ECONomic Assistance). Αγγλοσαξονική συντομογραφία του Οικονομικού Συμβουλίου Αμοιβαίας Βοήθειας, οργανισμού που ίδρυσαν η πρώην Σοβιετική Ένωση (ΕΣΣΔ) και οι σύμμαχοί της, δηλαδή η πρώην Ανατολική Γερμανία (από το… … Dictionary of Greek
ελαιοθέτης — ἐλαιοθέτης, ο (Α) (τίτλος ειδικού υπαλλήλου), ο προμηθευτής ή αποθηκάριος λαδιού … Dictionary of Greek
εξοπλιστής — ο [εξοπλίζω] 1. αυτός που εξοπλίζει 2. ο προμηθευτής τών απαραίτητων εφοδίων … Dictionary of Greek
επιπέμπω — (Α) [πέμπω] 1. στέλνω ξανά ή κατόπιν («ἐπιπέμποντος τοῦ Μαζάρεος ἀγγελίας... παρεσκευάζοντο», Ηρόδ.) 2. στέλνω σε κάποιον («εἰ ὦν θεός ἐστι ὁ ἐπιπέμπων», Ηρόδ.) 3. (για ποινή από τους θεούς) στέλνω πάνω σε κάποιον, εναντίον κάποιου («δεσμοὺς καὶ… … Dictionary of Greek
εφοδιαστής — ο (Α ἐφοδιαστής) [εφοδιάζω] νεοελλ. αυτός που παρέχει, που χορηγεί τα αναγκαία εφόδια, ο προμηθευτής, ο ανεφοδιαστής αρχ. 1. πιθ. περιηγητής, ταξιδιώτης 2. εισβολέας … Dictionary of Greek
ζαερτζής — και ζαερετζής, ο (Μ ζαερτζής και ζαερετζής) [ζαερές] προμηθευτής … Dictionary of Greek